σφαιριστικός

σφαιριστικός
-ή, -ό / σφαιριστικός, -ή, -όν, ΝΑ [σφαιριστής]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφαίριση
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ σφαιριστικός
ο επιδέξιος στο να παίζει με τη σφαίρα
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σφαιριστική
(ενν. τέχνη) η επιδεξιότητα στη σφαίριση
3. φρ. «Περὶ σφαιριστικῆς» — τίτλος έργου τού Τιμοκράτους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σφαιριστικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιριστικόν — σφαιριστικός of masc acc sg σφαιριστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιριστικούς — σφαιριστικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιριστικωτάτην — σφαιριστικός of fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιριστικῆς — σφαιριστικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαιριστικήν — σφαιριστικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ИГРЫ —    • Ludi.     I. Общественные.          a) У греков (α̉γώνες), см. Olympia, Олимпия; Pythia, Пифия; Nemea, Немея; Isthmia, Истмии.          b) У римлян (ludi). Публичные сценические и праздничные И., по своей главной цели благодарственные… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”