- σφαιριστικός
- -ή, -ό / σφαιριστικός, -ή, -όν, ΝΑ [σφαιριστής]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σφαίρισηαρχ.1. το αρσ. ως ουσ. ὁ σφαιριστικόςο επιδέξιος στο να παίζει με τη σφαίρα2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σφαιριστική(ενν. τέχνη) η επιδεξιότητα στη σφαίριση3. φρ. «Περὶ σφαιριστικῆς» — τίτλος έργου τού Τιμοκράτους.
Dictionary of Greek. 2013.